ὑποτρέφω: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[κρυφά]] — Μέσ., [[ανατρέφω]] με [[στοργή]], [[περιποιούμαι]] [[κρυφά]], σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά [[διαδοχή]], Λατ. subnasci, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑποτρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[κρυφά]] — Μέσ., [[ανατρέφω]] με [[στοργή]], [[περιποιούμαι]] [[κρυφά]], σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά [[διαδοχή]], Λατ. subnasci, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποτρέφω:''' <b class="num">1)</b> постепенно взращивать (τοὺς γενομένους σκύμνους Plut.): τὴν τόλμαν ὑποτρέφεσθαι Xen. воспитывать в себе отвагу;<br /><b class="num">2)</b> отращивать (τοὺς πώγωνας Diod.);<br /><b class="num">3)</b> pass. впоследствии вырастать (ἐπιθυμίαι ὑποτρεφόμεναι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:28, 1 January 2019
English (LSJ)
A rear, nourish, σκύλακας D.H.4.81; πώγωνας D.S.3.63; ῥίζεα . . ὑποτέτροφε λίμνη Nic.Al.589: metaph., cherish, nurse, τὴν χολήν Luc.Cal.24; foster, encourage, παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν Gal.Vict.Att.6; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., cherish, τόλμαν X.Cyr.2.1.17:—Pass., grow up in succession, Pl.R.560a; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος Polyaen.8.50, cf. Nic.Dam.51 J.; θάμβος ὑπετρέφετο my wonder grew, Call.Aet.Oxy.2080.87.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως περιθάλπω, τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.
French (Bailly abrégé)
ao. ὑπέτρεψα, pf. ὑποτέτροφα;
1 nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;
2 laisser croître ; Pass. croître à la suite;
Moy. ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..
Étymologie: ὑπό, τρέφω.
Greek Monolingual
Α τρέφω
1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ.
β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.)
2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.)
3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι
διατηρώ, συντηρώ κρυφά.
Greek Monotonic
ὑποτρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω κρυφά — Μέσ., ανατρέφω με στοργή, περιποιούμαι κρυφά, σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά διαδοχή, Λατ. subnasci, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποτρέφω: 1) постепенно взращивать (τοὺς γενομένους σκύμνους Plut.): τὴν τόλμαν ὑποτρέφεσθαι Xen. воспитывать в себе отвагу;
2) отращивать (τοὺς πώγωνας Diod.);
3) pass. впоследствии вырастать (ἐπιθυμίαι ὑποτρεφόμεναι Plat.).