φιλοκτέανος: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοκτέᾰνος:''' -ον ([[κτέανον]]), αυτός που αγαπά τα κτήματα, [[λαίμαργος]] για το [[κέρδος]], [[άπληστος]]· υπερθ. [[φιλοκτεανώτατος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''φῐλοκτέᾰνος:''' -ον ([[κτέανον]]), αυτός που αγαπά τα κτήματα, [[λαίμαργος]] για το [[κέρδος]], [[άπληστος]]· υπερθ. [[φιλοκτεανώτατος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοκτέᾰνος:''' (только superl. [[φιλοκτεανώτατος]]) корыстолюбивый, жадный Hom.
}}
}}

Revision as of 05:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτέᾰνος Medium diacritics: φιλοκτέανος Low diacritics: φιλοκτέανος Capitals: ΦΙΛΟΚΤΕΑΝΟΣ
Transliteration A: philoktéanos Transliteration B: philokteanos Transliteration C: filokteanos Beta Code: filokte/anos

English (LSJ)

ον,

   A loving possessions, greedy of gain, covetous, Il.1.122 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1281] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτέᾰνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκτήμων, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) φιλοκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος.

Greek Monotonic

φῐλοκτέᾰνος: -ον (κτέανον), αυτός που αγαπά τα κτήματα, λαίμαργος για το κέρδος, άπληστος· υπερθ. φιλοκτεανώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκτέᾰνος: (только superl. φιλοκτεανώτατος) корыстолюбивый, жадный Hom.