Φοίβη: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6)
(4b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Φοίβη:''' ἡ, Λατ. Phoebé, μια από τις κόρες του Ουρανού και της Γαίας, σε Ησίοδ.· [[μητέρα]] του Φοίβου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''Φοίβη:''' ἡ, Λατ. Phoebé, μια από τις κόρες του Ουρανού και της Γαίας, σε Ησίοδ.· [[μητέρα]] του Φοίβου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''Φοίβη:''' ἡ Феба<br /><b class="num">1)</b> дочь Урана и Геи, мать Астерии и Лето Hes.;<br /><b class="num">2)</b> дочь Левкиппа, похищенная Диоскурами вместе с сестрой Гилаирой Eur., Theocr.;<br /><b class="num">3)</b> дочь Леды Eur.
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

Φοίβη: ἡ, Λατ. Phoebe, μία τῶν θυγατέρων τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς τεκοῦσα ἐκ τοῦ Κοίου τὴν Λητὼ καὶ τὴν Ἀστερίην, Φοίβην τε χρυσοστέφανον Ἡσ. Θεογ. 136· Φοίβη δ’ αὖ Κοίου πολυήρατον ἦλθεν εἰς εὐνήν· κυσαμένη δή... Λητὼ κυανόπεπλον ἐγείνατο... γείνατο δ’ Ἀστερίην αὐτόθι 404, Αἰσχύλ. Εὐμ. 7· κατ’ ἄλλους ἐκαλεῖτο οὕτωςμήτηρ τοῦ Φοίβου, ἴδε ἐν λέξ. Φοῖβος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 8· ― παρὰ δὲ μεταγεν. Φοίβη εἶνε σύνηθες ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Οὐεργ. Γεωργ. 1. 341, κλπ. ― Πρβλ. Φοῖβος.

English (Strong)

feminine of phoibos (bright; probably akin to the base of φῶς); Phœbe, a Christian woman: Phebe.

English (Thayer)

Φοιβης, ἡ (literally, 'bright', 'radiant'), Phoebe or Phebe, a deaconess of the church at Cenchreae, near Corinth διάκονος, 2at the end)).

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. Φοίβος.

Greek Monotonic

Φοίβη: ἡ, Λατ. Phoebé, μια από τις κόρες του Ουρανού και της Γαίας, σε Ησίοδ.· μητέρα του Φοίβου, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Φοίβη: ἡ Феба
1) дочь Урана и Геи, мать Астерии и Лето Hes.;
2) дочь Левкиппа, похищенная Диоскурами вместе с сестрой Гилаирой Eur., Theocr.;
3) дочь Леды Eur.