φλαυρουργός: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φλαυρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ [[φλαυρουργός]], [[άθλιος]] [[εργάτης]], σε Σοφ.
|lsmtext='''φλαυρουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ [[φλαυρουργός]], [[άθλιος]] [[εργάτης]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φλαυρουργός:''' плохо работающий: φ. [[ἀνήρ]] Soph. неумелый работник.
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλαυρουργός Medium diacritics: φλαυρουργός Low diacritics: φλαυρουργός Capitals: ΦΛΑΥΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: phlaurourgós Transliteration B: phlaurourgos Transliteration C: flavrourgos Beta Code: flaurourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A working badly, φλαυρουργοῦ τινος . . ἀνδρός of some sorry workman, S.Ph.35.

Greek (Liddell-Scott)

φλαυρουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ κακῶς ἐργαζόμενος, φλαυρουργοῦ τινος... ἀνδρός, ἀθλίου τινὸς ἐργάτου, Σοφ. Φιλ. 35.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
mauvais artisan.
Étymologie: φλαῦρος, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει πράγματα ανάξια λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλαῦρος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργός].

Greek Monotonic

φλαυρουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που δουλεύει άσχημα, ἀνὴρ φλαυρουργός, άθλιος εργάτης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

φλαυρουργός: плохо работающий: φ. ἀνήρ Soph. неумелый работник.