φοινικόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -οίνικος «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πεδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βαθύ</i>-<i>πεδος</i>, <i>χαλκό</i>-<i>πεδος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκόπεδος:''' с багряной почвой или с багряным дном (Ἐρυθρᾶς [[χεῦμα]] θαλάσσης Aesch.).
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόπεδος Medium diacritics: φοινικόπεδος Low diacritics: φοινικόπεδος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: phoinikópedos Transliteration B: phoinikopedos Transliteration C: foinikopedos Beta Code: foiniko/pedos

English (LSJ)

ον,

   A with red bottom or ground, of the Red Sea, φοινικόπεδόν τ' Ἐρυθρᾶς . . χεῦμα θαλάσσης A.Fr. 192 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1296] mit rothem Boden, Aesch. frg. 178 bei Strab. I, 33.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόπεδος: -ον, ὁ ἔχων φοινικοῦ χρώματος πυθμένα, ἐπίθετον τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης, φοινικόπεδόν τ’ Ἐρυθρᾶς... χεῦμα θαλάσσης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 192.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία της Ερυθράς Θάλασσας) αυτός που έχει πυθμένα πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -πεδος (< πέδον «έδαφος»), πρβλ. βαθύ-πεδος, χαλκό-πεδος].

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόπεδος: с багряной почвой или с багряным дном (Ἐρυθρᾶς χεῦμα θαλάσσης Aesch.).