φευξείω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φευξείω:''' [[εύχομαι]] να δραπετεύσω (να φύγω), σε Ευρ.
|lsmtext='''φευξείω:''' [[εύχομαι]] να δραπετεύσω (να φύγω), σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φευξείω:''' [desiderat. к [[φεύγω]] иметь желание бежать (οὐ [[φευξείω]] φίλους Eur.).
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευξείω Medium diacritics: φευξείω Low diacritics: φευξείω Capitals: ΦΕΥΞΕΙΩ
Transliteration A: pheuxeíō Transliteration B: pheuxeiō Transliteration C: fefkseio Beta Code: feucei/w

English (LSJ)

   A = φευκτιάω, prob. for φευξιῶ in E.HF628.

German (Pape)

[Seite 1267] Herm. Eur. Herc. fur. 627, = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

φευξείω: φευκτιάω, ἐκ διορθώσεως τοῦ Portus ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 628, ἀντὶ φευξιῶ, οὐ γὰρ πτερωτὸς οὐδὲ φευξείω φίλους.

French (Bailly abrégé)

c. φευκτιάω.
Étymologie: φεύγω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) φευκτιῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -σείω τών εφετικών ρημάτων (πρβλ. πλεξείω: πλέκω)].

Greek Monotonic

φευξείω: εύχομαι να δραπετεύσω (να φύγω), σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φευξείω: [desiderat. к φεύγω иметь желание бежать (οὐ φευξείω φίλους Eur.).