φρενώλης: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρενώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]), αυτός που έχασε το [[μυαλό]] του, [[παράφρων]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''φρενώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]), αυτός που έχασε το [[μυαλό]] του, [[παράφρων]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρενώλης:''' потерявший рассудок, безумный Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A distraught in mind, frenzied, A.Th. 757 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1305] ες, zerrüttetes Geistes, wahnsinnig, Aesch. Spt. 739.
Greek (Liddell-Scott)
φρενώλης: -ες, ἡ, ὁ ἀπολέσας τὰς ἑαυτοῦ φρένας, παράφρων, Αἰσχύλ. Θήβ. 757. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 38.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’esprit perdu.
Étymologie: φρήν, ὄλλυμι.
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) παράφρων, τρελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -ώλης (< ὄλλυμι «χάνω, καταστρέφω»), πρβλ. παν-ώλης. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φρενώλης: -ες (ὄλλυμι), αυτός που έχασε το μυαλό του, παράφρων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φρενώλης: потерявший рассудок, безумный Aesch.