φυγοπονία: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῠγοπονία:''' ἡ, [[αποστροφή]] προς την [[εργασία]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''φῠγοπονία:''' ἡ, [[αποστροφή]] προς την [[εργασία]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠγοπονία:''' ἡ избегание трудов, боязнь работы Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A aversion to work, Plb.3.79.4, Hierocl.p.50A.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, Arbeitsscheu, Scheu vor Anstrengung, Pol. 3, 79, 4.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγοπονία: ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν ἐργασίαν, Πολύβ. 3, 79, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éloignement pour le travail ou la fatigue.
Étymologie: φυγόπονος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φυγόπονος
η αποφυγή τών κόπων της εργασίας, οκνηρία, τεμπελιά.
Greek Monotonic
φῠγοπονία: ἡ, αποστροφή προς την εργασία, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
φῠγοπονία: ἡ избегание трудов, боязнь работы Polyb.