φυγοπονία

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγοπονία Medium diacritics: φυγοπονία Low diacritics: φυγοπονία Capitals: ΦΥΓΟΠΟΝΙΑ
Transliteration A: phygoponía Transliteration B: phygoponia Transliteration C: fygoponia Beta Code: fugoponi/a

English (LSJ)

ἡ, aversion to work, Plb.3.79.4, Hierocl.p.50A.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, Arbeitsscheu, Scheu vor Anstrengung, Pol. 3, 79, 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
éloignement pour le travail ou la fatigue.
Étymologie: φυγόπονος.

Russian (Dvoretsky)

φῠγοπονία:избегание трудов, боязнь работы Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγοπονία: ἡ ἀποστροφὴ πρὸς τὴν ἐργασίαν, Πολύβ. 3, 79, 4.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φυγόπονος
η αποφυγή τών κόπων της εργασίας, οκνηρία, τεμπελιά.

Greek Monotonic

φῠγοπονία: ἡ, αποστροφή προς την εργασία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

φῠγοπονία, ἡ,
aversion to work, Polyb. [from φῠγόπονος]