φορτηγία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορτηγία:''' ἡ, [[μεταφορά]] φορτίων, [[μεταφορά]] εμπορευμάτων, σε Αριστ.
|lsmtext='''φορτηγία:''' ἡ, [[μεταφορά]] φορτίων, [[μεταφορά]] εμπορευμάτων, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''φορτηγία:''' ἡ перевозка (торговых) грузов Arst.
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτηγία Medium diacritics: φορτηγία Low diacritics: φορτηγία Capitals: ΦΟΡΤΗΓΙΑ
Transliteration A: phortēgía Transliteration B: phortēgia Transliteration C: fortigia Beta Code: forthgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A conveyance of cargo, opp. ναυκληρία and παράστασις, Arist.Pol.1258b23.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, 1) das Lasttragen. – 2) der Handel auf Lastschiffen, Arist. pol. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

φορτηγία: ἡ, τὸ φέρειν ἢ μεταφέρειν φορτία ἐμπορεύεσθαι, ἀντίθετον τῷ ναυκληρία, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transport de marchandises par mer.
Étymologie: φορτηγός.

Greek Monolingual

ἡ, Α φορτηγός
μεταφορά φορτίων με πλοία.

Greek Monotonic

φορτηγία: ἡ, μεταφορά φορτίων, μεταφορά εμπορευμάτων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

φορτηγία: ἡ перевозка (торговых) грузов Arst.