χαλκόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκόστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει χάλκινο [[στόμα]], [[χαλκόστομος]] [[κώδων]] Τυρσηνική, δηλ. [[σάλπιγγα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με [[άκρη]] ή [[αιχμή]] από χαλκό, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χαλκόστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει χάλκινο [[στόμα]], [[χαλκόστομος]] [[κώδων]] Τυρσηνική, δηλ. [[σάλπιγγα]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με [[άκρη]] ή [[αιχμή]] από χαλκό, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκόστομος:''' медноустый ([[κώδων]] Τυρσηνική Soph.; ἐμβολαὶ ναῶν Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόστομος Medium diacritics: χαλκόστομος Low diacritics: χαλκόστομος Capitals: ΧΑΛΚΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: chalkóstomos Transliteration B: chalkostomos Transliteration C: chalkostomos Beta Code: xalko/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with mouth of bronze, χ. κώδων Τυρσηνική, i.e. a trumpet, S.Aj.17.    II with edge or point of bronze, ἔμβολοι A.Pers.415, Aristid.Or.25(43).4; μέτρον POxy.101.40 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1332] mit ehernem od. kupfernem Munde, eherner oder kupferner Mündung; ἐμβολαί, von den Schiffsschnäbeln, Aesch. Pers. 407; κώδων, von den Trompeten, Soph. Ai. 17.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόστομος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν στόμα, χαλκοστόμου κώδωνος ὡς Τυρσηνικῆς (δηλ. σάλπιγγος) Σοφ. Αἴ. 17. ΙΙ. ὁ ἔχων αἰχμὴν ἐκ χαλκοῦ, ἐμβόλοις χαλκοστόμοις Αἰσχύλ. Πέρσ. 415, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 540.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à bec d’aigle (éperon de navire);
2 à ouverture ou à la bouche d’airain (trompette).
Étymologie: χαλκός, στόμα.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει χάλκινο στόμιο («χαλκοστόμου κώδωνος», Σοφ.)
2. αυτός που έχει χάλκινη αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. θρασύ-στομος, στενό-στομος].

Greek Monotonic

χαλκόστομος: -ον (στόμα
I. αυτός που έχει χάλκινο στόμα, χαλκόστομος κώδων Τυρσηνική, δηλ. σάλπιγγα, σε Σοφ.
II. με άκρη ή αιχμή από χαλκό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκόστομος: медноустый (κώδων Τυρσηνική Soph.; ἐμβολαὶ ναῶν Aesch.).