χρυσελεφαντήλεκτρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσελεφαντήλεκτρος:''' -ον, στολισμένος με χρυσό, ελεφαντοστό και [[ήλεκτρο]], σε Επίγρ. [[παρά]] Πλούτ.
|lsmtext='''χρῡσελεφαντήλεκτρος:''' -ον, στολισμένος με χρυσό, ελεφαντοστό και [[ήλεκτρο]], σε Επίγρ. [[παρά]] Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσελεφαντήλεκτρος:''' отделанный золотом, слоновой костью и электром ([[ἀσπίς]] [[Mamercus]] ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 1 January 2019

English (LSJ)

ον,

   A of gold, ivory, and electrum, overlaid therewith, ἀσπίς Epigr. ap. Plu. Tim.31.

German (Pape)

[Seite 1379] von Gold, Elfenbein u. Elektron, damit ausgelegt, ἀσπίς Ep. ad. 606 (App. 330).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσελεφαντήλεκτρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος διὰ χρυσοῦ, ἐλέφαντος καὶ ἠλέκτρου, ἀσπὶς Ἐπίγραμμ. ἐν Πλουτ. Τιμολ. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait ou incrusté d’or, d’ivoire et de vermeil.
Étymologie: χρυσός, ἐλέφας, ἤλεκτρον.

Greek Monolingual

-ον, Α
κατασκευασμένος από χρυσό, ελεφαντόδοντο και ήλεκτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ἐλέφας, -αντος «ελεφαντόδοντο» + ἤλεκτρον.

Greek Monotonic

χρῡσελεφαντήλεκτρος: -ον, στολισμένος με χρυσό, ελεφαντοστό και ήλεκτρο, σε Επίγρ. παρά Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσελεφαντήλεκτρος: отделанный золотом, слоновой костью и электром (ἀσπίς Mamercus ap. Plut.).