χρυσοφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοφεγγής:''' -ές ([[φέγγος]]), αυτός που λάμπει σα [[χρυσός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''χρῡσοφεγγής:''' -ές ([[φέγγος]]), αυτός που λάμπει σα [[χρυσός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσοφεγγής:''' сияющий или сверкающий как золото ([[σέλας]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A gold-beaming, σέλας A.Ag.288.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, goldglänzend, mit goldenem Glanz, Licht, σέλας Aesch. Ag. 279.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφεγγής: -ές, ὁ ὡς χρυσὸς λάμπων, χρυσαυγής, σέλας Αἰσχύλ. Ἀγ. 288.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, φέγγος.
Greek Monolingual
και χρυσεοφεγγής, -ές, Α
αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαρο-φεγγής].
Greek Monotonic
χρῡσοφεγγής: -ές (φέγγος), αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοφεγγής: сияющий или сверкающий как золото (σέλας Aesch.).