ὠκύπορος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύπορος:''' -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται [[γρήγορα]], επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει [[γρήγορα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὠκύπορος:''' -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται [[γρήγορα]], επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει [[γρήγορα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύπορος:''' быстроходный, быстро несущийся, стремительный ([[ναῦς]] Hom.; ῥιπαὶ κυμάτων Pind.; [[πόρθμευμα]] Aesch.; ὀϊστοί Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠπορος Medium diacritics: ὠκύπορος Low diacritics: ωκύπορος Capitals: ΩΚΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: ōkýporos Transliteration B: ōkyporos Transliteration C: okyporos Beta Code: w)ku/poros

English (LSJ)

ον,

   A quick-going, in Hom. always epith. of ships, Il.1.421, 488, al., cf. Choeril.6; of streams, swift-flowing, πόρθμευμ' ἀχέων A.Ag.1557 (anap.); κυμάτων ῥιπαί Pi.P.4.194: later, ὀϊστοί AP5.85 (Claudian.); of a person, ὠκύπορος μετανίσσεται E.Hyps.Fr.1 iii 37 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπορος: -ον, ὁ ταχέως πορευόμενος, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν πλοίων, Ἰλ. Α. 421, 488, κ. ἀλλ.· οὕτως, ὀϊστοὶ Ἀνθ. Π. 5. 86· ἐπὶ ῥυάκων ἢ ποταμῶν, ὁ ταχέως ῥέων, πόρθμευμ’ ἀχέων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1558· ῥιπαὶ κυμάτων Πινδ. Π. 4. 345· φέρεται καὶ ὠκυπόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’avance rapidement.
Étymologie: ὠκύς, πόρος.

English (Autenrieth)

swift-sailing, fast-going.

English (Slater)

ὠκῠπορος, -ον
   1 swift travelling ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν (P. 1.74) ὠκυπόρους κυμάτων ῥιπὰς (P. 4.194)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που πορεύεται με ταχύτητα
2. (για πλοίο) ταχύπλοος, γοργοτάξιδος
3. (για ρυάκι ή ποταμό) αυτός που ρέει ορμητικά
4. (για βέλος) αυτός που επιτυγχάνει αμέσως τον στόχο του («ὠκύποροι ὀϊστοὶ Ἔρωτος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πόρος (πρβλ. ταχύ-πορος)].

Greek Monotonic

ὠκύπορος: -ον, αυτός που πηγαίνει, που πορεύεται γρήγορα, επίθ. που λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ποτάμια ή ρυάκια, αυτός που ρέει γρήγορα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύπορος: быстроходный, быстро несущийся, стремительный (ναῦς Hom.; ῥιπαὶ κυμάτων Pind.; πόρθμευμα Aesch.; ὀϊστοί Anth.).