ὠτίς: Difference between revisions
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠτίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[οὖς]]), είδος γερανού με [[μακριά]] φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν. | |lsmtext='''ὠτίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[οὖς]]), είδος γερανού με [[μακριά]] φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠτίς:''' ίδος ἡ зоол. (предполож.) дрофа (Otis tarda) Xen., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (οὖς)
A bustard, Otis tarda, X.An.1.5.2sq., Arist.HA 509a4, al., Ael.NA5.24, Opp.C.2.407; cf. οὐτίς, ὀτίς. II μυὸς ὠτίς, v. μυοσωτίς.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) εἶδος πτηνοῦ ἔχοντος μέγεθος χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. ὠτός.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte d’oiseau, pê outarde (lat. otis tarda).
Étymologie: οὖς.
Greek Monolingual
-ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ
βλ. ωτίδα.
Greek Monotonic
ὠτίς: -ίδος, ἡ (οὖς), είδος γερανού με μακριά φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὠτίς: ίδος ἡ зоол. (предполож.) дрофа (Otis tarda) Xen., Arst., Plut.