διακυβεύω: Difference between revisions
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διακῠβεύω:''' играть в кости (πρός τινα Plut.): διακυβεῦσαι περί τινος перен. Plut. поставить что-л. на карту. | |elrutext='''διακῠβεύω:''' играть в кости (πρός τινα Plut.): διακυβεῦσαι περί τινος перен. Plut. поставить что-л. на карту. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-κυβεύω dobbelen | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A play at dice with another, πρός τινα Plu.Rom.5: abs., Id.2.128a; περί τινος ib.70d.
German (Pape)
[Seite 585] mit Einem würfeln, πρός τινα, Plut. Rom. 19; περί τινος, um etwas, Artax. 17; übertr., aufs Spiel setzen, wagen, περί τινος, adul. et am. discr. 44.
Greek (Liddell-Scott)
διακῠβεύω: παίζω τοὺς κύβους πρὸς ἕτερον, πρός τινα Πλούτ. Ρωμ. 5· ἐντεῦθεν, διακινδυνεύω, ῥιψοκινδυνῶ, περί τινος ὁ αὐτ. 2. 128Α.
French (Bailly abrégé)
jouer aux dés ; fig. δ. περί τινος courir la chance d’une entreprise.
Étymologie: διά, κυβεύω.
Spanish (DGE)
1 jugar a los dados πρὸς τὸν θεὸν διακυβεύειν Plu.Rom.5, ἀσχημόνως τὸν βίον διακυβεύουσι Vit.Aesop.G 81, οἱ διακυβεύοντες los jugadores de cótabo, Sch.Ar.Pax 1244c
•en v. med., Eust.1396.52.
2 fig. jugarse, arriesgar ἔρχῃ περὶ βασιλείας καὶ τοῦ σώματος ὥρᾳ μιᾷ διακυβεύσων Plu.2.70c, cf. 128a.
Greek Monolingual
(Α διακυβεύω και διακυβῶ, -άω) κυβεύω
1. παίζω κύβους, ζάρια
2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω.
Greek Monotonic
διακῠβεύω: μέλ. -σω, παίζω τους κύβους με, πρός τινα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διακῠβεύω: играть в кости (πρός τινα Plut.): διακυβεῦσαι περί τινος перен. Plut. поставить что-л. на карту.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κυβεύω dobbelen