διαλύτης: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(9) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[διαλύτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>οι διαλύτες</i> <b>χημ.</b><br />σώματα που διαλύουν άλλα [[χωρίς]] να προκαλείται [[αντίδραση]] (σε λανθασμένη [[μορφή]]). | |mltxt=ο (AM [[διαλύτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>οι διαλύτες</i> <b>χημ.</b><br />σώματα που διαλύουν άλλα [[χωρίς]] να προκαλείται [[αντίδραση]] (σε λανθασμένη [[μορφή]]). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαλύτης -ου, ὁ [διαλύω] verrader. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A dissolver, breaker-up, τῆς ἑταιρίας Th.3.82; εἰρήνης Procop.Pers.1.14.
Greek (Liddell-Scott)
διαλύτης: -ου [ῠ], ὁ, ὁ διαλύων, τῆς ἑταιρείας Θουκ. 3. 82. Οὐχὶ διαλυτής, ὡς ἐπιλύτης, καταλύτης, προλύτης, κλπ. Πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 430-435.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 condonante, que perdona una deuda ὁ μέγας τῶν χρεῶν δ. ref. a Dios, Gr.Naz.Ep.69.
2 que destruye, que acaba con τῆς ἑνώσεως Dam.in Prm.265.
Greek Monolingual
ο (AM διαλύτης)
νεοελλ.
οι διαλύτες χημ.
σώματα που διαλύουν άλλα χωρίς να προκαλείται αντίδραση (σε λανθασμένη μορφή).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλύτης -ου, ὁ [διαλύω] verrader.