δαφνώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δαφνώδης:''' поросший лавровыми деревьями (γύαλα Eur.).
|elrutext='''δαφνώδης:''' поросший лавровыми деревьями (γύαλα Eur.).
}}
{{elnl
|elnltext=δαφνώδης -ες [δάφνη] vol met laurieren.
}}
}}

Revision as of 06:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνώδης Medium diacritics: δαφνώδης Low diacritics: δαφνώδης Capitals: ΔΑΦΝΩΔΗΣ
Transliteration A: daphnṓdēs Transliteration B: daphnōdēs Transliteration C: dafnodis Beta Code: dafnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bay-wooded, γύαλα E.Ion76.    II like bay, Thphr.HP9.10.1.

German (Pape)

[Seite 525] ες, = δαφνοειδής, Theophr.; γύαλα, mit Lorbeer bewachsen, Eur. Ion 76.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνώδης: -ες, = δαφνοειδής, πλήρης δάφνης, γύαλα Εὐρ. Ἴωνι 76.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 semblable au laurier;
2 paré de lauriers.
Étymologie: δάφνη, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 semejante al laurel φύλλον Thphr.HP 9.10.1.
2 abundante en laurel, lleno de laureles δαφνώδη γύαλα ref. al áditon de Delfos, E.Io 76.

Greek Monolingual

-ες (AM δαφνώδης, -ες) δάφνη
1. γεμάτος δάφνες
2. δαφνοειδής, όμοιος με δάφνη ή με φύλλα δάφνης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δαφνώδη, τα
τα δαφνοειδή, οι δαφνίδες.

Greek Monotonic

δαφνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με δάφνη, δαφνοειδής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δαφνώδης: поросший лавровыми деревьями (γύαλα Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαφνώδης -ες [δάφνη] vol met laurieren.