καταμεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταμεθύσκω:''' (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым ([[ὑπό]] τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.
|elrutext='''καταμεθύσκω:''' (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым ([[ὑπό]] τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-μεθύσκω dronken voeren.
}}
}}

Revision as of 06:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμεθύσκω Medium diacritics: καταμεθύσκω Low diacritics: καταμεθύσκω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΘΥΣΚΩ
Transliteration A: katamethýskō Transliteration B: katamethyskō Transliteration C: katamethysko Beta Code: katamequ/skw

English (LSJ)

aor. -εμέθῠσα, causal,

   A make drunk, Hdt.1.106, 2.121.έ, Pl.Grg.471b, etc.; εὐτυχία -ύσκουσα τοῖς ἀγαθοῖς τὰν διάνοιαν Archyt. ap. Stob.3.1.114:—Pass., to be made quite drunk, ὑπό τινος D.S.4.84: abs., get drunk, Plb.5.39.2.

German (Pape)

[Seite 1363] (s. μεθύσκω), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμεθύσκω: ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, ἐμβάλλω εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ˙ ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.

French (Bailly abrégé)

impf. κατεμέθυσκον, ao. κατεμέθυσα;
enivrer.
Étymologie: κατά, μεθύσκω.

Greek Monolingual

καταμεθύσκω (Α)
κάνω κάποιον να μεθύσει τελείως.

Greek Monotonic

καταμεθύσκω: αόρ. αʹ -εμέθῠσα, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταμεθύσκω: (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым (ὑπό τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μεθύσκω dronken voeren.