καλλίκομος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(2b) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καλλίκομος:''' (ῐ) прекрасноволосый ([[παλλακίς]] Hom.: Ὧραι Hes.; [[κούρα]] Pind.; Μοῦσαι [[Simonides]] ap. Plut.; χάριτες Anth.). | |elrutext='''καλλίκομος:''' (ῐ) прекрасноволосый ([[παλλακίς]] Hom.: Ὧραι Hes.; [[κούρα]] Pind.; Μοῦσαι [[Simonides]] ap. Plut.; χάριτες Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλλίκομος -ον [καλός, κόμη] met mooi haar, fraaigelokt:. παλλὰξ καλλίκομος een fraaigelokte bijzit Il. 9.449; καλλίκομοι Μοῖσαι fraaigelokte Muzen Sapph. 128. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A beautifulhaired, of women, Il.9.449, Od.15.58, Pi.P.9.106; Ὧραι Hes.Op.75, cf. Th.915; Ἀφροδίτη Epimenid.19; Μοῖσαι Sapph.60; Χάριτες Ar. Pax798 (lyr.), IG12.821; also of trees, with beautiful foliage, IG2.3412.
German (Pape)
[Seite 1310] schönhaarig, von Frauen, παλλακίς Il. 9, 449, Ἑλένη Od. 15, 58; Ὧραι Hes. O. 75, wie Pind. P. 9, 110 N. 10, 10; χάριτες Maced. 30 (IX, 625). – Von Pflanzen, schön belaubt.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίκομος: -ον, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 449, Ὀδ. Ο. 58, Πινδ. Π. 9. 184· Ὧραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75, πρβλ. Θ. 915· Χάριτες Ἀριστοφ. Εἰρ. 798: - ἐπὶ δένδρων, ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 88.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle chevelure.
Étymologie: καλός, κόμη.
English (Autenrieth)
(κόμη): with beautiful hair, cf. ἠύκομος.
English (Slater)
καλλῐκομος, -ον
1 with lovely hair Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (N. 10.10)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίκομος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό-κομος, χρυσό-κομος].
Greek Monotonic
καλλίκομος: ὁ, ἡ (κόμη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, λέγεται για τις γυναίκες, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
καλλίκομος: (ῐ) прекрасноволосый (παλλακίς Hom.: Ὧραι Hes.; κούρα Pind.; Μοῦσαι Simonides ap. Plut.; χάριτες Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίκομος -ον [καλός, κόμη] met mooi haar, fraaigelokt:. παλλὰξ καλλίκομος een fraaigelokte bijzit Il. 9.449; καλλίκομοι Μοῖσαι fraaigelokte Muzen Sapph. 128.