κοράλλιον: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(21) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοράλλιον]], τὸ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[κοράλλι]]. | |mltxt=[[κοράλλιον]], τὸ (ΑM)<br /><b>βλ.</b> [[κοράλλι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κοράλλιον -ου, τό, ook κουράλλιον [κόρη] koraal, voorwerp van koraal. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A Peripl. M.Rubr.28, al., Dsc.5.121, Alciphr.1.39, dub. sens. in Alex. Trall. 1.15; κοράλιον S.E.P.1.119; κουράλιον Thphr.Lap.38, D.P.1103, Luc.Apol.1 (s.v.l.); κωράλλιον or κοραλλ-άλιον, Att. acc to Hdn.Gr.2.537:—coral, esp. red coral, Il. cc.: sts. interpr. as Dim. of κόρη in Luc. and Alciphr.; cf. κωράλιον.
Greek (Liddell-Scott)
κοράλλιον: τό, Διοσκ. 5. 139· Ἰων. κουράλιον Διον. Π. 1103, ἀλλ’ ὡσαύτως ἐν Θεοφρ. π. Λίθ. 38, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1· ― τὸ κοράλλιον ἰδίως τὸ ἐρυθρόν, ΙΙ. παρὰ τῷ Λουκιανῷ τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς ὑποκορ. τοῦ κόρη, κούρη, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 39 (μετὰ διαφόρου γραφ. κοράλιον)· Ἡσύχ., «κωράλιον (δι’ ἑνὸς λ)· παιδάριον, κόριον».
Greek Monolingual
κοράλλιον, τὸ (ΑM)
βλ. κοράλλι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοράλλιον -ου, τό, ook κουράλλιον [κόρη] koraal, voorwerp van koraal.