παλέω: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παλέω:''' ион. терпеть поражение в бою (εἰ [[παλήσειε]] ὁ ναυτικὸς [[στρατός]] Her.).
|elrutext='''παλέω:''' ион. терпеть поражение в бою (εἰ [[παλήσειε]] ὁ ναυτικὸς [[στρατός]] Her.).
}}
{{elnl
|elnltext=παλέω [~ ἐκπαλής?] alleen opt. aor. 3 sing. παλήσειε, schade lijden, averij oplopen.
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλέω Medium diacritics: παλέω Low diacritics: παλέω Capitals: ΠΑΛΕΩ
Transliteration A: paléō Transliteration B: paleō Transliteration C: paleo Beta Code: pale/w

English (LSJ)

   A to be disabled, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Hdt.8.21: elsewh. only in Hsch., παλήσειε· διαφθαρείη. ἐπάλησεν· ἐφθάρη. πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν. πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι: also in shortd. forms, πεπαλμένος· βεβλαμμένος, Id., Phot.; πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῖα Id.

German (Pape)

[Seite 447] = παλαίω, nur παλήσειε, Her. 8, 21, v. l. παλαίσειεν, wo es »im Kampf unterliegen« bedeutet.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλέω: φθείρομαι, καταστρέφομαι, Ἡρόδ. 8. 21, εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στόλος. Ἕτεροι τύποι διατηροῦνται ἐν πολλαῖς γλώσσαις τοῦ Ἡσυχίου: «παλήσει· διαφθαρείη, ἐπάλησεν· ἐφθάρη, πεπαληκέναι· ἐκπεσεῖν, πεπαλημέναι· βεβλαμμέναι». Ὁ συντετμημένος τύπος «πεπαλμένος

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. παλαίω.

Greek Monolingual

παλέω (Α)
1. φθείρομαι, καταστρέφομαι
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλήσειε
διαφθαρείη
ἐπάλησεν
ἐφθάρη. πεπαληκέναι
ἐκπεσεῑν. πεπαλημέναι
βεβλαμμέναι»
3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) α) «πεπαλμένος
βεβλαμμένος»
β) «πεπαλκέναι λέγεται τὸ ἐκπίπτειν τὰ πλοῑα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλέω, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί κατ' απόσπαση από το συνθ. ρ. ἐκ-παλέω «εξαρθρώνομαι», παρ. του επιθ. ἐκ-παλής «εξαρθρωμένος» < ἐκ + -παλής (< πάλλω, πρβλ. αει-παλής, κληρο-παλής)].

Greek Monotonic

πᾰλέω: γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ παλήσειε· φθείρομαι, καταστρέφομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παλέω: ион. терпеть поражение в бою (εἰ παλήσειε ὁ ναυτικὸς στρατός Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλέω [~ ἐκπαλής?] alleen opt. aor. 3 sing. παλήσειε, schade lijden, averij oplopen.