παίκτης: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παίκτης:''' дор. [[παίκτας]], ου ὁ игрок (в кости) (π. [[πλειστοβόλος]] Anth.). | |elrutext='''παίκτης:''' дор. [[παίκτας]], ου ὁ игрок (в кости) (π. [[πλειστοβόλος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A dancer or player, AP7.422 (Leon.); δειλοὶ καὶ παῖκται καὶ αἰσχρολόγοι Heph.Astr.2.2:—fem. παίκτειρα, Orph.H. 3.9.
German (Pape)
[Seite 442] ὁ, Spieler; Leon. Tar. 84 (VII, 422); Man. 4. 448.
Greek (Liddell-Scott)
παίκτης: -ου, ὁ, ὁ παίζων ἢ ὀρχούμενος, Ἀνθολ. Π. 7. 422· θηλ. παίκτειρα, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 270.
Greek Monolingual
και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) παίζω
πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι
νεοελλ.
1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα
2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια
αρχ.
χορευτής ή παίκτης.
Russian (Dvoretsky)
παίκτης: дор. παίκτας, ου ὁ игрок (в кости) (π. πλειστοβόλος Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παίκτης -ου, ὁ [παίζω] speler, dobbelaar.