πανίον: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(3b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾱνίον:''' τό дор. = [[πηνίον]]. | |elrutext='''πᾱνίον:''' τό дор. = [[πηνίον]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πᾱνίον -ου, τό Dor. voor πηνίον. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dor. for πηνίον. πάνιον, τό,
German (Pape)
[Seite 460] τό, = πηνίον; τὰ τροχαῖα πανία, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
Greek (Liddell-Scott)
πᾱνίον: τό, Δωρ. ἀντὶ πηνίον. ΙΙ. τὸ κοινῶς πανί, καλῶς περικαθαρίσας τὸ τραῦμα καὶ δήσας τὸν πόδα πανίῳ ἀπέλυσεν Ἰω. Μόσχος ἐν τῷ Λειμωναρίῳ 107, Ὀρνεοσόφ. 31, 34, 45.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. πηνίον.———————— (II)
και παννίον, τὸ, Μ πάννος
ύφασμα λινό ή βαμβακερό, πανί.
Russian (Dvoretsky)
πᾱνίον: τό дор. = πηνίον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πᾱνίον -ου, τό Dor. voor πηνίον.