πιθών: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(3b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πιθών:''' Pind. part. aor. 2 к [[πείθω]].
|elrutext='''πιθών:''' Pind. part. aor. 2 к [[πείθω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πιθών ptc. aor. act. van πείθω.
}}
}}

Revision as of 07:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθών Medium diacritics: πιθών Low diacritics: πιθών Capitals: ΠΙΘΩΝ
Transliteration A: pithṓn Transliteration B: pithōn Transliteration C: pithon Beta Code: piqw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (πίθος)

   A cellar, Pherecr.138, Eup.111, IG11(2).287 A 168 (Delos, iii B.C.), 12(5).872.52 (Tenos, iii B.C.(?)); cf. πιθεών.
πῐθών, aor. 2 part. of πείθω, Pi.P.3.28.

German (Pape)

[Seite 614] ὁ, = πιθεών, Phereer. bei Poll. 7, 163.

Greek (Liddell-Scott)

πῑθών: -ῶνος, ὁ (πίθος) τόπος πλήρης πίθων, ἀποθήκη, Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: πιθεών, παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166.

Greek Monolingual

και πιθεών, -ῶνος, ὁ, ΜΑ
ο τόπος όπου αποθηκεύονταν τα πιθάρια με τη σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα -εών/-ών (πρβλ. αμπελ-ών)].

Greek Monotonic

πῐθών: -ῶνος, ὁ (πίθος), υπόγειο, αποθήκη, σε Ανθ.
• πῐθών: μτχ. αορ. βʹ του πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πιθών: Pind. part. aor. 2 к πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιθών ptc. aor. act. van πείθω.