ποθέσπερος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποθέσπερος:''' -ον, Δωρ. αντί [[προσέσπερος]].
|lsmtext='''ποθέσπερος:''' -ον, Δωρ. αντί [[προσέσπερος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποθέσπερος zie προσέσπερος.
}}
}}

Revision as of 08:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθέσπερος Medium diacritics: ποθέσπερος Low diacritics: ποθέσπερος Capitals: ΠΟΘΕΣΠΕΡΟΣ
Transliteration A: pothésperos Transliteration B: pothesperos Transliteration C: pothesperos Beta Code: poqe/speros

English (LSJ)

   A v. προσέσπερος.

German (Pape)

[Seite 644] dor. statt προσέσπερος; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ προσέσπερος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) προσέσπερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν-έσπερος, εφ-έσπερος), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].

Greek Monotonic

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. αντί προσέσπερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποθέσπερος zie προσέσπερος.