πολυνιφής: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολυνῐφής:''' покрытый глубоким снегом, весь в снегу (πέτρινα [[δρία]] Eur.). | |elrutext='''πολυνῐφής:''' покрытый глубоким снегом, весь в снегу (πέτρινα [[δρία]] Eur.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυνιφής -ές [πολύς, νίφω] sneeuwrijk. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:06, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A deep with snow, δρία E.Hel. 1326 (lyr.):—also πολύ-νῐφος, ον, EM7.9.
German (Pape)
[Seite 667] ές, viel od. sehr beschnei't, πέτρινα δρία, Eur. Hel. 1326.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠνῐφής: -ές, ὁ πολὺ νιφόμενος, πλήρης χιόνων, Εὐρ. Ἑλ. 1326· ― πολύνῐφος, ον, Ἐτυμολ. Μέγ. 7. 9, πρβλ. ἀγάννιφος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout couvert de neige.
Étymologie: πολύς, νίφω.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει πολλά χιόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νιφής (< νίφα, ποιητ. αιτ. του νίψ «χιόνι»), πρβλ. ακρο-νιφής].
Greek Monotonic
πολῠνῐφής: -ές (νίφω), αυτός που έχει μεγάλο βάθος σε χιόνι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυνῐφής: покрытый глубоким снегом, весь в снегу (πέτρινα δρία Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυνιφής -ές [πολύς, νίφω] sneeuwrijk.