προσαμείβομαι: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσᾰμείβομαι:''' дор. [[ποταμείβομαι|ποτᾰμείβομαι]] отвечать (τινα Theocr.). | |elrutext='''προσᾰμείβομαι:''' дор. [[ποταμείβομαι|ποτᾰμείβομαι]] отвечать (τινα Theocr.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. ποτ-, Med.,
A answer, τινα Theoc.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.
French (Bailly abrégé)
répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.
Greek Monolingual
Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].
Greek Monotonic
προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰμείβομαι: дор. ποτᾰμείβομαι отвечать (τινα Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.