προσλάμπω: Difference between revisions
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσλάμπω:''' бросать свет, освещать Plat.: ἡλίου προσλάμποντος Plut. когда светит солнце; ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Plut. освещаться солнцем. | |elrutext='''προσλάμπω:''' бросать свет, освещать Plat.: ἡλίου προσλάμποντος Plut. когда светит солнце; ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Plut. освещаться солнцем. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-λάμπω verlichten, schijnen op. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A shine upon, Pl.R.617a:—Pass., τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Placit.2.17.1.
German (Pape)
[Seite 772] dazu leuchten, hinleuchten; Plat. Rep. X, 617 a; Plut. u. a. Sp.; auch pass., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι, Plut. plac. phil. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
προσλάμπω: λάμπω πρός τι ἢ ἐπί τινος, Πλάτ. Πολ. 617Α· ἐν τῷ παθ., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Πλούτ. 2. 889C.
French (Bailly abrégé)
briller sur, illuminer ; Pass. recevoir la lumière de, avec ὑπό τινος.
Étymologie: πρός, λάμπω.
Greek Monolingual
Α
εκπέμπω λάμψη σε κάτι ή πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
προσλάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προσλάμπω: бросать свет, освещать Plat.: ἡλίου προσλάμποντος Plut. когда светит солнце; ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Plut. освещаться солнцем.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λάμπω verlichten, schijnen op.