προτιμυθέομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προτῐμῡθέομαι:''' дор. Theocr. = * [[προσμυθέομαι]]. | |elrutext='''προτῐμῡθέομαι:''' дор. Theocr. = * [[προσμυθέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προτιμυθέομαι zie προσμυθέομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. for προσμυθέομαι.
German (Pape)
[Seite 793] dor. statt προσμυθέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προτιμῡθέομαι: Ἐπικ. ἀντὶ προσμυθέομαι.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
ao. προτιμυθήσασθαι;
adresser la parole à, acc. ou dat.
Étymologie: poét. pour *προσ-μυθέομαι.
Greek Monolingual
-οῡμαι, Α
(δωρ. τ.) βλ. προσμυθοῡμαι.
Greek Monotonic
προτιμῡθέομαι: Επικ. αντί προσ-μυθέομαι.
Russian (Dvoretsky)
προτῐμῡθέομαι: дор. Theocr. = * προσμυθέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτιμυθέομαι zie προσμυθέομαι.