προϋπεργάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(4) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προϋπεργάζομαι:''' заранее подготовлять (τι Diod.). | |elrutext='''προϋπεργάζομαι:''' заранее подготовлять (τι Diod.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-ϋπεργάζομαι voorbewerken. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 1 January 2019
English (LSJ)
A prepare beforehand, D.S.3.16:—Pass., προϋπείργαστο ἡ ψυχὴ πρὸς πειθαρχίαν Ph.2.94.
German (Pape)
[Seite 794] dep. med., vorher heimlich vollenden, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
προϋπεργάζομαι: ἀποθ., ἑτοιμάζω προηγουμένως, Διόδ. 3. 16.
Greek Monolingual
Α
κάνω κρυφά προηγουμένως κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὑπεργάζομαι «ενεργώ, κάνω κάτι κρυφά»].
Russian (Dvoretsky)
προϋπεργάζομαι: заранее подготовлять (τι Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ϋπεργάζομαι voorbewerken.