πυρναῖος: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πυρναῖος:''' съедобный, спелый (σταφυλαί Theocr. - v. l. [[πυρραῖος]]). | |elrutext='''πυρναῖος:''' съедобный, спелый (σταφυλαί Theocr. - v. l. [[πυρραῖος]]). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυρναῖος -α -ον [πύρνον] eetbaar. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A fit for eating, σταφυλαί Theoc.1.46 (nisi leg. Πυρν- as pr.n.).
German (Pape)
[Seite 823] eßbar, reif, σταφυλαί, Theocr. 1, 46, wo es Andere von der Farbe erklären, gelb.
Greek (Liddell-Scott)
πυρναῖος: -α, -ον, (πύρνον) ὥριμος, τρώξιμος, κατάλληλος πρὸς βρῶσιν, πυρναίαις (διάφ. γραφ. πυρκναῖσι) σταφυλαῖσι καλὸν βέβριθεν ἀλωά, «περκαζούσαις καὶ τρωξίμοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 46.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
rouge ou doré comme le feu ; sel. d’autres mûr, bien cuit, bon à manger.
Étymologie: πυρνόν.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
κατάλληλος για βρώση, εδώδιμος, φαγώσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος ή πύρνον + κατάλ. -αῖος].
Greek Monotonic
πυρναῖος: -α, -ον (πύρνον), κατάλληλος για βρώση, βρώσιμος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πυρναῖος: съедобный, спелый (σταφυλαί Theocr. - v. l. πυρραῖος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρναῖος -α -ον [πύρνον] eetbaar.