συμπάθησις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(39)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συμπαθῶ]]<br />[[συμμετοχή]] στον [[ξένο]] πόνο, [[συμπάθεια]].
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[συμπαθῶ]]<br />[[συμμετοχή]] στον [[ξένο]] πόνο, [[συμπάθεια]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμπάθησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμπάθησις [συμπαθέω] het meevoelen, medeleven. Hp.
}}
}}

Revision as of 08:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάθησις Medium diacritics: συμπάθησις Low diacritics: συμπάθησις Capitals: ΣΥΜΠΑΘΗΣΙΣ
Transliteration A: sympáthēsis Transliteration B: sympathēsis Transliteration C: sympathisis Beta Code: sumpa/qhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A sympathy, Hp.Praec. 14.

German (Pape)

[Seite 983] ἡ, = συμπάθεια, Hippocr.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμπαθῶ
συμμετοχή στον ξένο πόνο, συμπάθεια.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συμπαθῶ
συμμετοχή στον ξένο πόνο, συμπάθεια.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπάθησις -εως, ἡ, Att. ook ξυμπάθησις [συμπαθέω] het meevoelen, medeleven. Hp.