συναπίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναπίσταμαι:''' Ιων. αντί <i>συναφίσταμαι</i>. | |lsmtext='''συναπίσταμαι:''' Ιων. αντί <i>συναφίσταμαι</i>. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συναπίσταμαι Ion. voor συναφίσταμαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. for συναφίσταμαι (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1002] ionisch statt συναφίσταμαι, Her.
Greek (Liddell-Scott)
συναπίσταμαι: Ἰων. ἀντὶ συναφίσταμαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συναφίσταμαι, v. συναφίστημι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συναφίστημι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συναφίστημι.
Greek Monotonic
συναπίσταμαι: Ιων. αντί συναφίσταμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναπίσταμαι Ion. voor συναφίσταμαι.