συνθηρευτής: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνθηρευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[συνθηρατής]], σε Ξεν. | |lsmtext='''συνθηρευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[συνθηρατής]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-θηρευτής -οῦ, ὁ [συνθηρεύω] mede-jager, jachtgenoot. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.
Greek (Liddell-Scott)
συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνθηρεύω
συνθηρατής.
Greek Monotonic
συνθηρευτής: -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θηρευτής -οῦ, ὁ [συνθηρεύω] mede-jager, jachtgenoot.