συνεισπλέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεισπλέω:''' вместе или одновременно входить (на корабле) (εἰς λιμένα Xen.).
|elrutext='''συνεισπλέω:''' вместе или одновременно входить (на корабле) (εἰς λιμένα Xen.).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-εισπλέω tegelijk binnenvaren, met εἰς + acc. in.
}}
}}

Revision as of 09:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεισπλέω Medium diacritics: συνεισπλέω Low diacritics: συνεισπλέω Capitals: ΣΥΝΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: syneispléō Transliteration B: syneispleō Transliteration C: syneispleo Beta Code: suneisple/w

English (LSJ)

   A sail into together, εἰς λιμένα X.HG1.6.16: abs., Eun.VSp.485 B.

German (Pape)

[Seite 1011] (s. πλέω), mit oder zugleich hineinschiffen, -fahren, εἰς λιμένα, Xen. Hell. 1, 6, 16.

Greek (Liddell-Scott)

συνεισπλέω: εἰσπλέω ὁμοῦ, Καλλικρατίδας ξυνεισέπλευσεν εἰς τὸν λιμένα Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 16.

French (Bailly abrégé)

entrer ensemble ou en même temps dans un port.
Étymologie: σύν, εἰσπλέω.

Greek Monolingual

Α
εισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»].

Greek Monolingual

Α
εισπλέω μαζί με κάποιον ή συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπλέω «καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι»].

Greek Monotonic

συνεισπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εισπλέω από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεισπλέω: вместе или одновременно входить (на корабле) (εἰς λιμένα Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εισπλέω tegelijk binnenvaren, met εἰς + acc. in.