στύγημα: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στύγημα:''' ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr.
|elrutext='''στύγημα:''' ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr.
}}
{{elnl
|elnltext=στύγημα -ατος, τό [στυγέω] voorwerp van haat of afschuw.
}}
}}

Revision as of 09:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠγημα Medium diacritics: στύγημα Low diacritics: στύγημα Capitals: ΣΤΥΓΗΜΑ
Transliteration A: stýgēma Transliteration B: stygēma Transliteration C: stygima Beta Code: stu/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A an abomination, E.Or.480; ὦ σ., in addressing a person, Babr.95.62.

German (Pape)

[Seite 958] τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; στύγημα ἐμόν Eur. Or. 480; Babr. 95, 62.

Greek (Liddell-Scott)

στύγημα: [ῠ], τό, βδέλυγμα, Εὐρ. Ὀρ. 480· ὦ στύγημα, πρὸς πρόσωπον λεγόμενον, Βάβρ. 95. 62.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: στυγέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α στυγῶ
(ποιητ. τ.) το αντικείμενο του μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α στυγῶ
(ποιητ. τ.) το αντικείμενο του μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα.

Greek Monotonic

στύγημα: [ῠ], -ατος, τό, βδέλυγμα, σίχαμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στύγημα: ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στύγημα -ατος, τό [στυγέω] voorwerp van haat of afschuw.