τριταγωνιστέω: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(4b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρῐτᾰγωνιστέω:''' играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л. | |elrutext='''τρῐτᾰγωνιστέω:''' играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be a τριταγωνιστής, D.18.262, 265, etc.; τ. τινί play the third part to another, Plu.2.840a.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτᾰγωνιστέω: εἶμαι τριταγωνιστής, Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jouer les rôles de troisième ordre.
Étymologie: τριταγωνιστής.
Greek Monotonic
τρῐτᾰγωνιστέω: μέλ. τριταγωνιστήσω, είμαι τριταγωνιστής, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐτᾰγωνιστέω: играть третьестепенную роль Dem.: τ. τινι Plut. играть третью роль в чем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριταγωνιστέω [τριταγωνιστής] tritagonist spelen.