ψάμμινος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ψάμμῐνος:''' песчаный ([[οὖρος]] Her.).
|elrutext='''ψάμμῐνος:''' песчаный ([[οὖρος]] Her.).
}}
{{elnl
|elnltext=ψάμμινος -η -ον [ψάμμος] zanderig.
}}
}}

Revision as of 09:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάμμῐνος Medium diacritics: ψάμμινος Low diacritics: ψάμμινος Capitals: ΨΑΜΜΙΝΟΣ
Transliteration A: psámminos Transliteration B: psamminos Transliteration C: psamminos Beta Code: ya/mminos

English (LSJ)

η, ον,

   A of sand, sandy, Hdt.2.99, Philostr.Her.3.4.

German (Pape)

[Seite 1391] von Sand, im Sande, sandig, Her. 2, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ψάμμῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἄμμου πεποιημένος ἢ ἐν τῇ ἄμμῳ ὤν, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 99, Φιλόστρ. 699.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Greek Monolingual

-ίνη -ον, Α
αυτός που αποτελείται από άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].

Greek Monotonic

ψάμμῐνος: -η, -ον (ψάμμος), αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, αμμώδης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ψάμμῐνος: песчаный (οὖρος Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψάμμινος -η -ον [ψάμμος] zanderig.