στύμα: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στύμα''': τό, Αἰολ. ἀντὶ [[στόμα]], Θεόκρ. 29. 25. | |lstext='''στύμα''': τό, Αἰολ. ἀντὶ [[στόμα]], Θεόκρ. 29. 25. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. στόμα. II dub.sens.in PTeb. 815 Fr.6 iii 58 (iii B.C.), and in Hsch. s.v. στυαγόν.
Greek (Liddell-Scott)
στύμα: τό, Αἰολ. ἀντὶ στόμα, Θεόκρ. 29. 25.
Greek Monolingual
(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.———————— (II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.
Greek Monotonic
στύμα: -ατος, τό, Αιολ. αντί στόμα.