συμμονή: Difference between revisions
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séjour en commun.<br />'''Étymologie:''' [[συμμένω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />séjour en commun.<br />'''Étymologie:''' [[συμμένω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:06, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A holding together, coherence, permanence, [τοῦ κόσμου] Chrysipp.Stoic.2.173; [αἱ ψυχαὶ] τῷ σώματι συμμονῆς ἦσαν αἴτιαι ib. 321; holding together of the divine order, M.Ant.5.8; σ. τῶν σπερμάτων preservation, Dsc.Prooem.9; living together, Muson.Fr.13A p.68H.; in Gramm., close connexion, τῶν πτώσεων A.D.Adv.202.5.
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.
Greek (Liddell-Scott)
συμμονή: ἡ, τὸ παραμένειν ὁμοῦ, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ ὁμοῦ ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
séjour en commun.
Étymologie: συμμένω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο
2. γραμμ. άμεση σχέση
3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο
4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο
5. συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μονή (< μένω), πρβλ. ἐμ-μονή, προσ-μονή.
Russian (Dvoretsky)
συμμονή: ἡ сплоченность, связность, сцепление Plut., Sext.