συμπρεσβευτής: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />collègue pour une ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[συμπρεσβεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />collègue pour une ambassade.<br />'''Étymologie:''' [[συμπρεσβεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συμπρεσβεύω]]<br />[[πρεσβευτής]] [[μαζί]] με άλλους.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβευτής Medium diacritics: συμπρεσβευτής Low diacritics: συμπρεσβευτής Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: sympresbeutḗs Transliteration B: sympresbeutēs Transliteration C: sympresveftis Beta Code: sumpresbeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A fellow-ambassador, Lys.27.1, Aeschin.1.168, IG22.786.11, OGI339.11 (Sestos, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 990] ὁ, Mitgesandter; Aesch. 1, 168; im plur., Lys. 27, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συμπρεσβεύων, ὁ ἀποσταλεὶς ὡς πρεσβευτὴς μετ’ ἄλλου πρεσβευτοῦ, Λυσί. 177. 41, Αἰσχίν. 24. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
collègue pour une ambassade.
Étymologie: συμπρεσβεύω.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συμπρεσβεύω
πρεσβευτής μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

συμπρεσβευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που έχει αποσταλεί ως πρεσβευτής από κοινού με άλλον, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

συμπρεσβευτής: οῦ ὁ соучастник посольства Lys., Aeschin., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πρεσβευτής -οῦ, ὁ [συμπρεσβεύω] medegezant.