συνέταιρος: Difference between revisions

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon, camarade.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑταῖρος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />compagnon, camarade.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑταῖρος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[συνέταιρος]], ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. [[συνεταιρίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέτοχος]] εταιρείας, [[μέτοχος]] σε [[κοινή]] [[επιχείρηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συνέταιρος]] στα κέρδη» — [[μέτοχος]] [[χωρίς]] [[κεφάλαιο]] που προσφέρει προσωπική [[εργασία]] στην [[εταιρεία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[σύντροφος]], [[φίλος]] ή [[συνάδελφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]] «[[φίλος]], [[σύντροφος]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέταιρος Medium diacritics: συνέταιρος Low diacritics: συνέταιρος Capitals: ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΣ
Transliteration A: synétairos Transliteration B: synetairos Transliteration C: synetairos Beta Code: sune/tairos

English (LSJ)

ὁ,

   A companion, partner, comrade, Sapph.Supp.20a5, Hdt.7.193, LXX Jd.15.2, Da.2.17, Supp.Epigr.1.572.7 (Egypt): fem. συνεταιρ-ίς, ίδος, Erinn. 5.7, LXX Jd.11.37, Ph.1.194.

German (Pape)

[Seite 1021] ὁ, Mitgesell, Genosse, Kamerad; Her. 7, 193; Anacr. 53, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συνέταιρος: ὁ, σύντροφος, μέτοχος, φίλος, Ἡρόδ. 7. 139, Ἑβδ. (Γένεσ. ΚϚ΄, 26, Δανιὴλ Β΄, 14)· θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Ἤριννα Μυτιλην. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 7, 710. ― Ἴδε Κόντον ἐν Λογόῳ Ἑρμῇ τ. Ε΄, τεῦχ. Α΄, σ. 71.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
compagnon, camarade.
Étymologie: σύν, ἑταῖρος.

Greek Monolingual

ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, -ίδος, Α
νεοελλ.
1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση
2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» — μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία
μσν.-αρχ.
σύντροφος, φίλος ή συνάδελφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἑταῖρος «φίλος, σύντροφος»].

Greek Monotonic

συνέταιρος: ὁ, σύντροφος, συνάδελφος, εταίρος, φίλος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

συνέταιρος: ὁ сотоварищ Her., Anacr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-έταιρος -ου, ὁ makker, metgezel.