σύγκλινος: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγκλῑνος''': -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, = [[συγκλίτης]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 393. | |lstext='''σύγκλῑνος''': -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, = [[συγκλίτης]], Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 393. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A sharing one's couch,= συγκλίτης, Men.1070.
German (Pape)
[Seite 968] ὁ, = συγκλίτης, Men. bei Poll. 6, 12.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκλῑνος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, = συγκλίτης, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 393.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύγκλινος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σύγκλινο
γεωλ. πτύχωση μεγάλου εύρους σε σχήμα U που περικλείει τα νεώτερα πετρώματα στο κέντρο του σχηματισμού
μσν.-αρχ.
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη με άλλον
αρχ.
αυτός που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο και συντρώγει με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. ομό-κλινος].
Russian (Dvoretsky)
σύγκλινος: ὁ Men. = συγκλίτης.