βοῦα: Difference between revisions
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
(7) |
(1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βούα]], η (Α)<br />«[[ἀγέλη]] παίδων» — [[ομάδα]] παιδιών στην αρχαία [[Σπάρτη]] με εκπαιδευτή τον βουαγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει <i>φυή</i> «σωματική [[διάπλαση]], [[ανάπτυξη]]», [[πράγμα]] πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. [[βους]]]. | |mltxt=[[βούα]], η (Α)<br />«[[ἀγέλη]] παίδων» — [[ομάδα]] παιδιών στην αρχαία [[Σπάρτη]] με εκπαιδευτή τον βουαγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει <i>φυή</i> «σωματική [[διάπλαση]], [[ανάπτυξη]]», [[πράγμα]] πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. [[βους]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.?<br />Meaning: <b class="b3">ἀγέλη παίδων</b>. <b class="b3">Λάκωνες</b>. H.<br />Other forms: Accent wrong acc. to DELG. <b class="b3">βουόα ἀγέλη τις</b> EM (from <b class="b3">βουσόα</b>, from <b class="b3">σεύειν</b>? But original <b class="b3">σσ</b> would not have become aspiration; Wahrmann, Glotta 17 (1929) 242 supposes an hyperarchaism)<br />Derivatives: <b class="b3">βουαγόρ ἀγελάρχης</b>, <b class="b3">ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς</b>. <b class="b3">Λάκωνες</b> H.; <b class="b3">βουαγός</b>, <b class="b3">βοαγός</b> inscr. Further <b class="b3">συμβοῦαι συνωμόται</b>. <b class="b3">συμβουάδ</b><<b class="b3">δ</b>><b class="b3">ει ὑπερμαχεῖ</b>. <b class="b3">Λάκωνες</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 9 Illyrian = <b class="b3">φυή</b>; semantically improbable. See. Bechtel Dial. 2, 368f. and Kretschmer, Glotta 17, 242. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀγέλη παίδων, at Sparta, Hsch.
German (Pape)
[Seite 455] ἡ, eine Abtheilung der spartanischen Jugend, Hesych.
Greek Monolingual
βούα, η (Α)
«ἀγέλη παίδων» — ομάδα παιδιών στην αρχαία Σπάρτη με εκπαιδευτή τον βουαγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει φυή «σωματική διάπλαση, ανάπτυξη», πράγμα πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. βους].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.?
Meaning: ἀγέλη παίδων. Λάκωνες. H.
Other forms: Accent wrong acc. to DELG. βουόα ἀγέλη τις EM (from βουσόα, from σεύειν? But original σσ would not have become aspiration; Wahrmann, Glotta 17 (1929) 242 supposes an hyperarchaism)
Derivatives: βουαγόρ ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H.; βουαγός, βοαγός inscr. Further συμβοῦαι συνωμόται. συμβουάδ<δ>ει ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 9 Illyrian = φυή; semantically improbable. See. Bechtel Dial. 2, 368f. and Kretschmer, Glotta 17, 242.