βοῦα
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ἡ, = ἀγέλη παίδων, at Sparta, Hsch.
German (Pape)
[Seite 455] ἡ, eine Abtheilung der spartanischen Jugend, Hesych.
Greek Monolingual
βούα, η (Α)
«ἀγέλη παίδων» — ομάδα παιδιών στην αρχαία Σπάρτη με εκπαιδευτή τον βουαγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει φυή «σωματική διάπλαση, ανάπτυξη», πράγμα πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. βους].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.?
Meaning: ἀγέλη παίδων. Λάκωνες. H.
Other forms: Accent wrong acc. to DELG. βουόα ἀγέλη τις EM (from βουσόα, from σεύειν? But original σσ would not have become aspiration; Wahrmann, Glotta 17 (1929) 242 supposes an hyperarchaism)
Derivatives: βουαγόρ ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H.; βουαγός, βοαγός inscr. Further συμβοῦαι συνωμόται. συμβουάδ<δ>ει ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 9 Illyrian = φυή; semantically improbable. See. Bechtel Dial. 2, 368f. and Kretschmer, Glotta 17, 242.
Frisk Etymology German
βοῦα: {boũa}
Meaning: ἀγέλη παίδων.
Derivative:βουαγόρ· ἀγελάρχης, ὁ τῆς ἀγέλης ἄρχων παῖς. Λάκωνες H., auch Inschr. (neben βουαγός). Hierher noch συμβοῦαι· συνωμόται. συμβουάδ<δ>ει· ὑπερμαχεῖ. Λάκωνες H.
Etymology: Nach v. Blumenthal Hesychst. 9 illyrisch = φυή; semantisch unbefriedigend. Vgl. Bechtel Dial. 2, 368f. und Kretschmer Glotta 17, 242 m. Lit., die an das offenbar damit zusammenhängende βουὅα· ἀγέλη τις EM (zu σεύειν?) erinnern.
Page 1,255