ἄμιθα: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄμιθα]], τα (Α)<br />ίσως ταυτόσημο του [[ἄμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημασιολογική [[συγγένεια]] της λ. με το ουσ. [[ἄμης]] «[[είδος]] γαλατόπιτας» οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] πιθανή και ετυμολογική [[συγγένεια]] τών δύο λέξεων]. | |mltxt=[[ἄμιθα]], τα (Α)<br />ίσως ταυτόσημο του [[ἄμης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημασιολογική [[συγγένεια]] της λ. με το ουσ. [[ἄμης]] «[[είδος]] γαλατόπιτας» οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι [[είναι]] πιθανή και ετυμολογική [[συγγένεια]] τών δύο λέξεων]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f.?<br />Meaning: <b class="b3">ἔδεσμα ποιόν</b>, <b class="b3">καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων</b> (467Page) H.<br />Other forms: P. Hamb. 90, 18 has an acc. pl. <b class="b3">ἄμιθας</b>. Cf. <b class="b3">ἀμαμιθάδες· ἥδυσμά τι σκευαστὸν διὰ κρεῶν εἰς μικρὰ κεκομμένων δι</b>' <b class="b3">ἀρτυμάτων</b> (Photius 86 R.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The reduplication is typical of substr. words. The word has been connected with <b class="b3">ἄμης</b>, but this is quite uncertain. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 January 2019
English (LSJ)
kind of
A cake, perh. = ἄμης, Anacr.139, PHamb.90.18(iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 124] eine gewürzhafte Speise, Anacr. bei Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμιθα: εἶδος πλακοῦντος, ἴσως ταυτόσημ. τῷ ἄμης, «ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα, ὡς Ἀνακρέων», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἀμιθάς (cf. ἀμαμιθάδες) Anacr.144 (cj., cód. ἄμιθα)
sent. dud., quizá un tipo de condimento ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα Hsch., Anacr.l.c.
•más prob. provisiones, PHaun.22.11 (II/III a.C.), PHamb.90.18 (III a.C.).
Greek Monolingual
ἄμιθα, τα (Α)
ίσως ταυτόσημο του ἄμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασιολογική συγγένεια της λ. με το ουσ. ἄμης «είδος γαλατόπιτας» οδηγεί στην υπόθεση ότι είναι πιθανή και ετυμολογική συγγένεια τών δύο λέξεων].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.?
Meaning: ἔδεσμα ποιόν, καὶ ἄρτυμα ὡς Ἀνακρέων (467Page) H.
Other forms: P. Hamb. 90, 18 has an acc. pl. ἄμιθας. Cf. ἀμαμιθάδες· ἥδυσμά τι σκευαστὸν διὰ κρεῶν εἰς μικρὰ κεκομμένων δι' ἀρτυμάτων (Photius 86 R.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The reduplication is typical of substr. words. The word has been connected with ἄμης, but this is quite uncertain.