ἐπιμήδιον: Difference between revisions
mNo edit summary |
(1b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμήδιον''': τό, Epimedium alpinum, «[[ἐπιμήδιον]] οἱ δὲ [[ἐρινεός]], οἱ δὲ θρυάς, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι οὐϊνδίκτα [[καυλός]] ἐστιν οὐ [[μέγας]], κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, [[οὔτε]] δὲ καρπὸν [[οὔτε]] [[ἄνθος]] φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, οὗ [[μέγας]], κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, [[οὔτε]] δὲ καρπὸν [[οὔτε]] [[ἄνθος]] φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, μέλαιναι, βαρύοσμοι, γευσαμένῳ μωραὶ» Διοσκ. 4. 19, κλ. | |lstext='''ἐπιμήδιον''': τό, Epimedium alpinum, «[[ἐπιμήδιον]] οἱ δὲ [[ἐρινεός]], οἱ δὲ θρυάς, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι οὐϊνδίκτα [[καυλός]] ἐστιν οὐ [[μέγας]], κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, [[οὔτε]] δὲ καρπὸν [[οὔτε]] [[ἄνθος]] φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, οὗ [[μέγας]], κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, [[οὔτε]] δὲ καρπὸν [[οὔτε]] [[ἄνθος]] φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, μέλαιναι, βαρύοσμοι, γευσαμένῳ μωραὶ» Διοσκ. 4. 19, κλ. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: a plant (Dsc., Gal.)<br />Derivatives: also <b class="b3">-ίς -ίδος</b> f. <b class="b2">a kind of medlar (mespilus germanica) or pear</b>' (Dsc., Gal. a. o.) von <b class="b3">μῆλον</b> because of the resemblance to the apple. Strömberg Wortstudien 32f.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Also the property of the plant as parasie (?; Schmarotzerpflanze) may have caused the name; cf. synonymoaus [[ἁμαμηλίς]] and <b class="b3">ὁμομηλίς</b>.<br />See also: s. <b class="b3">μήδιον</b> | |||
}} | }} |
Revision as of 01:13, 3 January 2019
English (LSJ)
τό, an unidentified plant, Dsc.4.19, etc. Epimedium, barrenwort, bishop's hat, fairy wings, horny goat weed, yin yang huo.
German (Pape)
[Seite 962] τό, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμήδιον: τό, Epimedium alpinum, «ἐπιμήδιον οἱ δὲ ἐρινεός, οἱ δὲ θρυάς, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι οὐϊνδίκτα καυλός ἐστιν οὐ μέγας, κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, οὔτε δὲ καρπὸν οὔτε ἄνθος φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, οὗ μέγας, κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, οὔτε δὲ καρπὸν οὔτε ἄνθος φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, μέλαιναι, βαρύοσμοι, γευσαμένῳ μωραὶ» Διοσκ. 4. 19, κλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: a plant (Dsc., Gal.)
Derivatives: also -ίς -ίδος f. a kind of medlar (mespilus germanica) or pear' (Dsc., Gal. a. o.) von μῆλον because of the resemblance to the apple. Strömberg Wortstudien 32f.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Also the property of the plant as parasie (?; Schmarotzerpflanze) may have caused the name; cf. synonymoaus ἁμαμηλίς and ὁμομηλίς.
See also: s. μήδιον