θλάσπις: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(17) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θλάσπις]], -ιδος ἡ (Α)<br />[[είδος]] βοτάνου που ο [[καρπός]] του χρησίμευε στην ιατρική, [[καψάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>θλω</i> από τον Διοσκουρίδη [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική]. | |mltxt=[[θλάσπις]], -ιδος ἡ (Α)<br />[[είδος]] βοτάνου που ο [[καρπός]] του χρησίμευε στην ιατρική, [[καψάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>θλω</i> από τον Διοσκουρίδη [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=<b class="b3">-ιος</b>, <b class="b3">-εως<br />Grammatical information: f.,<br />Meaning: [[shepherds]] purse, Capsella bursa pastoris' (Hp.)<br />Other forms: <b class="b3">θλάσπι</b> n. (Dsc., Plin.)<br />Derivatives: <b class="b3">θλασπίδιον</b> (Ps.-Dsc.)<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown, by Dsc. 2, 156 derived from <b class="b3">θλάω</b> folketymolog; s. Strömberg Pflanzennamen 155. A neuter in <b class="b3">-ι</b> is extremely rare in Greek. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:18, 3 January 2019
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, (θλάω)
A shepherd's purse, Capsella bursapastoris, Hp.Mul.1.78, al.:—also θλάσπι, τό, Dsc.2.156, Plin.HN 27.140:—Dim. θλασπίδιον, τό, Ps.-Dsc.2.156.
German (Pape)
[Seite 1212] εως, ion. ιος, ἡ, auch θλάσπι, τό, Diosc., ein Kraut, eine Art Kresse, deren Same gequetscht (also von θλάω) u. wie Senf gebraucht wurde, Hippocr. u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
θλάσπις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ, (θλάω) εἶδος βοτάνης, ἧς ὁ καρπὸς ἐτρίβετο καὶ ἐχρησίμευεν ὡς τὸ σίναπι, Ἰππ. 628 ἐν τέλ., 529, κτλ.· ― θλάσπι, τό, Διοσκ. 2. 186.
Greek Monolingual
θλάσπις, -ιδος ἡ (Α)
είδος βοτάνου που ο καρπός του χρησίμευε στην ιατρική, καψάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το θλω από τον Διοσκουρίδη είναι μάλλον παρετυμολογική].
Frisk Etymological English
-ιος, -εως
Grammatical information: f.,
Meaning: shepherds purse, Capsella bursa pastoris' (Hp.)
Other forms: θλάσπι n. (Dsc., Plin.)
Derivatives: θλασπίδιον (Ps.-Dsc.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown, by Dsc. 2, 156 derived from θλάω folketymolog; s. Strömberg Pflanzennamen 155. A neuter in -ι is extremely rare in Greek.