κίκκαβος: Difference between revisions
(20) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίκκαβος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, [[κατά]] τον Πολυκράτη<br /><b>2.</b> [[κίμβιξ]], [[φιλάργυρος]] («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική γλωσσοπλασία του Φερεκράτη από τη λ. <i>κικκάδη</i> «[[κουκουβάγια]]», [[πτηνό]] που απεικονιζόταν στα αθηναϊκά νομίσματα, ενώ η κατάλ. -<i>βος</i> θυμίζει το [[κόλλυβος]] ([[ονομασία]] μικρού νομίσματος)]. | |mltxt=[[κίκκαβος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ονομασία]] μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, [[κατά]] τον Πολυκράτη<br /><b>2.</b> [[κίμβιξ]], [[φιλάργυρος]] («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», <b>Φώτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κωμική γλωσσοπλασία του Φερεκράτη από τη λ. <i>κικκάδη</i> «[[κουκουβάγια]]», [[πτηνό]] που απεικονιζόταν στα αθηναϊκά νομίσματα, ενώ η κατάλ. -<i>βος</i> θυμίζει το [[κόλλυβος]] ([[ονομασία]] μικρού νομίσματος)]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: comic name of a small coin in the Underworld = an eighth of a <b class="b3">ψωθία</b> = 3 oboles (Pherecr. [1, 167] ap. Poll. 9, 83); also [[niggard]] (Phot. s. <b class="b3">κίμβικας</b>).<br />Derivatives: <b class="b3">κικκάβι(ο)ν ἐλάχιστον</b>, <b class="b3">οὑδέν</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Ending as in <b class="b3">κόλλυβος</b> with related meaning (s. v.), but perhaps with Pisani Paideia 6, 291ff. from (the sound) of the screech-owl, <b class="b3">κικκαβαῦ</b>, <b class="b3">κικκάβη</b>; (after the owl on the back of the Athenian coin?). The word <b class="b3">*κίκκος</b> <b class="b2">(central) house of the pomegranate</b> is based on a conjecture for unclear <b class="b3">κικαῖος</b> in H.; s. Pisani l. c. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, name of a small coin used in the nether world, Pherecr. (ip.167 K.) ap.Poll.9.83; also,
A = κίμβιξ, Phot. s.v. κίμβικας :—hence Dim. κικκάβιν ( -βιον): ἐλάχιστον, οὐδέν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1438] ὁ, eine sehr kleine Münze im Hades, komisch fingirt, Phereer. bei Poll. 9, 83; vgl. Phot. 164, 18; Lob. Path. p. 286. Vgl. κίκκος.
Greek (Liddell-Scott)
κίκκαβος: ὁ, ὄνομα νομίσματος ἐν χρήσει ἐν τῷ ᾌδῃ κατὰ τὸν Φερεκρ. (ἐν «Κραπατάλλοις 4) παρὰ Πολυδ. Θ΄, 83, πρβλ. Φωτ. Λεξ. 164. 18. Ἐπίθετόν τι κικκάβινον (ἑρμηνευόμενον παρ’ Ἡσυχ. «ἐλάχιστον, οὐδὲν») δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὸ Λατ. ciccus ἐν τῇ παροιμίᾳ ciccum non interdium.
Greek Monolingual
κίκκαβος, ὁ (Α)
1. ονομασία μικρού νομίσματος πολύ μικρής αξίας, το οποίο χρησιμοποιούσαν στον Άδη, κατά τον Πολυκράτη
2. κίμβιξ, φιλάργυρος («κίμβικας καί κικκάβους τοὺς αἰσχρούς», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική γλωσσοπλασία του Φερεκράτη από τη λ. κικκάδη «κουκουβάγια», πτηνό που απεικονιζόταν στα αθηναϊκά νομίσματα, ενώ η κατάλ. -βος θυμίζει το κόλλυβος (ονομασία μικρού νομίσματος)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: comic name of a small coin in the Underworld = an eighth of a ψωθία = 3 oboles (Pherecr. [1, 167] ap. Poll. 9, 83); also niggard (Phot. s. κίμβικας).
Derivatives: κικκάβι(ο)ν ἐλάχιστον, οὑδέν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Ending as in κόλλυβος with related meaning (s. v.), but perhaps with Pisani Paideia 6, 291ff. from (the sound) of the screech-owl, κικκαβαῦ, κικκάβη; (after the owl on the back of the Athenian coin?). The word *κίκκος (central) house of the pomegranate is based on a conjecture for unclear κικαῖος in H.; s. Pisani l. c.